04 Ιουνίου

"Έξοδος κινδύνου":Βόλτα στον παραμυθόκοσμο(Της Ρέας Πεχυνάκη)


Από μικρή μου άρεσαν οι ιστορίες. Πριν ακόμα μάθω να γράφω και να διαβάζω, ήξερα όλα τα γνωστά παραμύθια απ’ έξω και προσπαθούσα συνεχώς να πείσω τους δικούς μου να μου βρουν καινούρια….Κατάλαβα όμως από πολύ νωρίς ότι είχα μια μικρή … ας την πούμε διαστροφή, έβλεπα ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Κάθε φορά που παγιδευόμουν μέσα στις ιστορίες, ή τα παραμύθια που άκουγα, αντί να ταυτιστώ με την όμορφη πριγκίπισσα και να παντρευτώ τελικά το βασιλόπουλο, εγώ έτρεχα δίπλα στη κακιά μάγισσα που κρατούσε το δηλητηριασμένο μήλο. Δεν ξέρω γιατί. Εκείνη με τραβούσε περισσότερο. Όχι πως μου άρεσαν αυτά που έκανε, αλλά να … έλεγα πως χρειάζεται πολλή δύναμη για να είναι κάποιος τόσο κακός. Ότι έχει πολλά για τα οποία θα μπορούσε να μετανιώσει, αν κάποιος απλά έδινε μια ευκαιρία. Και εγώ ήθελα να τη δώσω. Στο κάτω κάτω όλοι ασχολούνται με τη Σταχτοπούτα. Ας ασχοληθεί και κάποιος με την κακιά μητριά. Το πιο μαγικό απ’ όλα είναι ότι τελικά τα κατάφερνα. Έπαιρνα το χρυσό κλειδάκι από την τσέπη μου και ξεκλείδωνα τη σκουριασμένη κλειδαριά της ψυχής της κι εκείνη, κουρασμένη, παραγεμισμένη πια, άρχιζε δειλά δειλά να ελευθερώνει ότι είχε εκεί μέσα, να γίνεται όλο και πιο ανάλαφρη. Στο τέλος νόμιζα ότι πετούσε. Αποκτούσε φτερά…
Από μικρή έκανα όνειρα. Από μικρή, όταν δεν είχα τίποτα άλλο να κάνω, έφτιαχνα μικρούς, μαγικούς κόσμους, ολότελα δικούς μου, έτσι ακριβώς όπως εγώ τους ήθελα. Αμπαρωνόμουν μέσα εκεί και ζούσα τις ιστορίες μου. Συχνά προσγειωνόμουν απότομα όταν ανακάλυπτα πως αυτά που σκέφτομαι δε μπορούν να γίνουν πραγματικότητα, μα μη θέλοντας να λογικευτώ, κάθε φορά που γκρεμιζόταν ο φανταστικός πυργίσκος μου, εγώ πήγαινα παρακάτω και έχτιζα παλάτια. Χαζή δεν ήμουν. Το ήξερα πως αφού είναι φτιαγμένα από άμμο και νερό, κάποια στιγμή θα τα χτυπήσει το κύμα και θα διαλυθούν. Και τι έγινε; Μήπως θα έμενα για πάντα εκεί; Για λίγο τα χρειαζόμουν. Να βάλω ένα κεραμίδι πάνω απ’ το κεφάλι μου ώσπου να περάσει η καταιγίδα. Μετά έτσι κι αλλιώς θα φύγω. Ως την επόμενη μπόρα, κάτι θα βρω…
Τελικά μεγαλώνοντας κατάλαβα ότι δύο πράγματα με συγκινούσαν στη ζωή μου. Το ένα είναι ο πόνος. Το άλλο, δυστυχώς(;), τα παραμύθια…
Θυμάμαι τότε, με τον Άγγελο που είχαμε ένα καραβάκι και τα βράδια ταξιδεύαμε. Καμιά φορά φτάναμε ως το φεγγάρι. Άλλοτε πάλι κουραζόμασταν γρήγορα και γυρίζαμε σπίτι, τυλιγόμασταν πολύ σφιχτά ο ένας γύρω από τον άλλο και αποκοιμιόμασταν. Τον ξεγέλαγα, η αλήθεια είναι, για να τον κάνω να με ακολουθήσει. Δεν του άρεσαν τα ταξίδια, δεν του άρεσε να ονειρεύεται, δεν ήθελε, Φοβόταν. Εγώ πάλι, άλλο σκαρί, ταξιδιάρικο, το μόνο που φοβόμουν και φοβάμαι ακόμα δηλαδή είναι η ζωή. Τα όνειρα τα λατρεύω κι ας τρώω τα μούτρα μου συνέχεια. Εκείνος ήθελε πάντα να πατάει γερά τα πόδια του στη γη και προσπαθούσε να πείσει και ‘μένα να κάνω το ίδιο, για να μη γκρεμοτσακίζομαι συνέχεια και έπειτα να είναι αναγκασμένος να τρέχει, να γιατρεύει και πάλι τις πληγές μου. Μα εγώ βρισκόμουν συνέχεια πάνω απ’ τα σύννεφα και φαινόταν τόσο όμορφος ο κόσμος από ‘κει πάνω που μαγευόμουν και ολότελα ξεχνούσα τα πάντα. Ήθελα να τον κάνω να έρθει και αυτός εκεί ψηλά. «Εδώ να δεις ομορφιές», του έλεγα. Έτσι συναντιόμασταν συνήθως κάπου στη μέση. Λίγο πιο πάνω απ’ τη γη, λίγο πιο κάτω απ’ τα σύννεφα…

Ξέρω, κάποιοι θα με πουν ονειροπόλα, ρομαντική, ίσως ακόμα και τρελή, όμως , όταν εκείνος έπρεπε τελικά να ταξιδέψει μόνος του, εμένα πάλι τα παραμύθια μου με έσωσαν. Εκεί μέσα αμπαρώθηκα να γλείψω τις πληγές μου για να μπορέσω να συνεχίσω. Έτσι τελικά ονόμασα αυτή την … τρέλα μου, αν θέλετε, «έξοδο κινδύνου». Και, αν και αναγκάστηκα να υποχωρήσω άτακτα, μια ανάπαυλα ήταν απ’ τη μάχη. Σε καμία περίπτωση Ήττα. Όταν κατάφερα να ανασυντάξω τις δυνάμεις μου, βγήκα ξανά να αντιμετωπίσω τη ζωή. Έχω όμως πάντα στο μυαλό μου πως το παραμύθι, το όνειρο, το ταξίδι, είναι οι τρόποι διαφυγής, η προσωρινή σωτηρία μου, το μικρό παραθυράκι που αφήνω πάντα μισάνοιχτο για μια κατάσταση ανάγκης…